- δρεπανοειδής
- δρεπανοειδήςsickle-shapedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρεπανοειδής — ές (AM δρεπανοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα δρεπανιού, τοξοειδής («σελήνη δρεπανοειδής») … Dictionary of Greek
δρεπανοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όμοιος με δρεπάνι, ημικυκλικός, τοξοειδής: Φορούσε ένα δρεπανοειδές κόσμημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δρεπανοειδῆ — δρεπανοειδής sickle shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δρεπανοειδής sickle shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δρεπανοειδής sickle shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρεπανοειδεῖ — δρεπανοειδής sickle shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) δρεπανοειδής sickle shaped masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρεπανοειδές — δρεπανοειδής sickle shaped masc/fem voc sg δρεπανοειδής sickle shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρεπανοειδοῦς — δρεπανοειδής sickle shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DREPANA pl. num. vel DREPANUM — prom. et urbs Siciliae, trans Lilybaeum, non procul ab Eryce monte, ita dicta quod δρεπανοειδὴς sit, h. e. in modum falcis incurvata; vel ab eo quod Saturnus, amputatis virilibus paternis, illuc falcem proiecerit. Ovid. Fast. l. 4. v. 472. Quique … Hofmann J. Lexicon universale
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
δρεπανωτός — ή, ό (Μ δρεπανωτός, ή, όν) δρεπανοειδής … Dictionary of Greek
δρεπανώδης — δρεπανώδης, ες (AM) δρεπανοειδής … Dictionary of Greek